Τον Αύγουστο του 1959 τότε με την ανεξαρτησία ήμουν και εγώ νεαρός τον βρήκα σε μια διαδήλωση μια σταλιά κοκκαλιάρικο πραγματάκι. Ήταν άσπρος αλλά δεν μπορούσες να το καταλάβεις απο την βρωμιά . Τον πήρα στα χέρια μου και τον πήγα στο σπίτι μου στον πατέρα μου. Μόνον που δεν με πέταξε και μένα έξω. Έτσι τον έβαλα στο παράσπιτο και έκτοτε ήταν η συντροφιά μου. Όταν γιατρεύτηκε και έβαλε βάρος άρχισε σιγά σιγά και η υπόλοιπη οικογένεια να τον αγαπά.
Κάθε πρωί με συνόδευε από το σπίτι στο σχολείο και όταν εγώ έμπαινα στη τάξη αυτός γύριζε στο σπίτι μόνος. Κάθε μεσημέρι δε ερχόταν μερικά λεπτά πριν σχολάσω και με συνόδευε πίσω στο σπίτι και μετά στα χωράφια που δούλευα όταν ήμουν μικρός. Μεγαλώνοντας κατέβαινα στην Κερύνεια για σχολείο και πάλι κάθε πρωί ερχόταν μαζί μου μέχρι το λεωφορείο και όταν αναχωρούσαμε αυτός επέστρεφε πίσω στο σπίτι μόνος. Κάθε απόγευμα που επέστρεφε το λεωφορείο ΠΑΝΤΑ (μου το τονίζει) καθόταν σε ένα περβάζι εκεί που σταματούσε το λεωφορείο στο σχολείο της Λαπήθου και με περίμενε να πάμε μαζί σπίτι.
Μόλις έφτανε το λεωφορείο σηκωνόταν στα 2 του πόδια και μας καλωσόριζε όλους. Όλοι τον αγαπούσαν. Πολλές φορές ερχόταν κόσμος άσχετος με το χωριό μας απλά για να δει τον ΑΖΟΡ αν ήταν εκεί όπως άκουσαν και περίμενε.
Αργότερα και όταν εγώ πήγα για την στρατιωτική μου θητεία κάθε μέρα που ερχόταν το λεωφορείο από την Κερύνεια ήταν πάντα εκεί να δει αν είμαι μέσα. Όταν κατέβαιναν όλοι και δεν ήμουν μέσα γύριζε στενοχωρημένος πίσω στο σπίτι. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου του έλεγε “Μην στεναχωρείσαι βρε ΑΖΟΡ και θα έρθει”.
Τελείωσα το στρατιωτικό μου και κάθε μέρα κατέβαινα στη Κερύνεια για δουλειά. Κάθε πρωί να με πάει στο λεωφορείο και κάθε απόγευμα ερχόταν και με περίμενε τον σταθμό (το σχολείο της Λαπήθου) για να με πάει σπίτι. Ήξερε την ώρα και δεν έκανε λάθος ούτε λεπτό.
Μιαν μέρα τον Μάι του 72 όταν έφτασε το λεωφορείο στο σχολείο ο ΑΖΟΡ δεν ήταν εκεί. Μα καρφίτσα να έριχνες στο λεωφορείο θα ακουγόταν σαν βόμβα. Να λείπει ο ΑΖΟΡ”. Αποκλείεται. Ένας μικρός γείτονας μου κλαίγοντας έτρεξε μέσα στο λεωφορείο και μου φώναξε. Ρε Γιώργο τρέξε και πυροβόλησαν τον ΑΖΟΡ . Σκότωσαν τον ΑΖΟΡ. Παγώσαμε όλοι. ” Ποιος ρώτησα” . “Ο Λοχίας από τον Καραβά. Του γαύγισε την ώρα που περνούσε από την πλατεία. Έβγαλε το πιστόλι του και τον πυροβόλησε”.
Τον έκλαψα λες και ήταν άνθρωπος. Αλλά κανένας δεν καταλαβαίνει τι ήταν για μένα. Ήταν κάτι περισσότερο από άνθρωπος για μένα. Τον έθαψα στην αυλή μας στη Λάπηθο , κάτω από μια ροδιά για να έχει σκιά. Από τότε δεν είχα ποτέ ξανά σκύλο.